ἐργάτᾳ

ἐργάτᾳ
ἐργάται , ἐργάτης
workman
masc nom/voc pl
ἐργάτᾱͅ , ἐργάτης
workman
masc dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐργάτα — ἐργάτᾱ , ἐργάτης workman masc nom/voc/acc dual ἐργάτης workman masc voc sg ἐργάτᾱ , ἐργάτης workman masc gen sg (doric aeolic) ἐργάτης workman masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργάτας — ἐργάτᾱς , ἐργάτης workman masc acc pl ἐργάτᾱς , ἐργάτης workman masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργάταν — ἐργάτᾱν , ἐργάτης workman masc acc sg (epic doric aeolic) ἐργάτης workman masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορμί — το (ΑM κορμίον, Μ και κορμί και κορμίν) σώμα, κυρίως ανθρώπινο, αλλά και ζώου νεοελλ. ο κορμός τού σώματος ανθρώπου ή και ζώου 2. παράστημα, κορμοστασιά 3. άνθρωπος, άτομο, πρόσωπο, ανθρώπινη υπόσταση (α. «από τα λόγια τα μορφα κορμί μεγάλον… …   Dictionary of Greek

  • ἐργάται — ἐργάτης workman masc nom/voc pl ἐργάτᾱͅ , ἐργάτης workman masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”